- ὁλκαδοχρίστης
- ὁλκαδο-χρίστης, ὁ, Lastschiffanstreicher
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολκαδοχρίστης — ὁλκαδοχρίστης, ὁ (Α) αυτός που αλείφει τις ολκάδες με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκάς, άδος + χρίω «αλείφω»] … Dictionary of Greek
ὁλκαδοχρίστας — ὁλκαδοχρίστᾱς , ὁλκαδοχρίστης ship caulker masc acc pl ὁλκαδοχρίστᾱς , ὁλκαδοχρίστης ship caulker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)